-
1 πορσύνω
A , [dialect] Ep. - ῠνέω (v.infr.): [tense] aor. , [dialect] Ep.πόρσῡνα Od.7.347
; imper.πόρσυνον S.Ichn.304
: also [full] πορσαίνω, [dialect] Ep.Iterat.πορσαίνεσκον A.R.4.897
: [dialect] Ep.[tense] fut.- ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphem. expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου.., πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen)κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411
; later [dialect] Ep.λέχος.. πορσυνέεις A.R.3.1129
;λέκτρον.. πορσαίνουσα Id.4.1107
, 1119.II generally, prepare, provide,τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8
; δαῖτα ib. 4(3).61;βίου τροφεῖα S.OC 341
;τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5
;παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med. 1020
;Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El. 625
;γαμβροῖς χάριν Id.Supp. 132
;τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47
:—[voice] Med., provide for oneself, .2 of evils,ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374
;τόνδε.. μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch. 911
, cf. E.Andr. 1063; μεγάλα κακά ib. 352;ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455
;δίκην Maiist.57
;π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17
:—[voice] Pass.,τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag. 1251
;ἐπορσύνθη κακά Id.Pers. 267
.3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer. 156;τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7
; ; ;τἄλλα πάντα Id.Aj. 1398
;πρᾶγμα π. μέγα Id.El. 670
;προκείμενον πόνον E.Alc. 1150
;μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89
:—[voice] Pass.,τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17
;ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9
;θεᾶς π. μῆτις
was accomplished,A.R.
1.802, cf. 2.1050.III treat with care, tend,ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν.. βρέφος Pi.O.6.33
; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things,τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151
; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε.. ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib. 278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορσύνω
-
2 ἐχθρός
A hated, hateful, of persons and things, freq. from Hom. downwds. (Hom. has it only in this pass. sense);ἐ. γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι Od.14.156
, Il.9.312; ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν c.inf., 'tis hateful to me to.., Od.12.452;θεοῖσιν ἐ. Hes.Th. 766
, Thgn.601, Ar.Eq.34;ὁ θεοῖσιν ἐ. Pl.Com.74
, etc.; cf. θεοισεχθρός.II [voice] Act., hating, hostile, first in Hes. and Pi. (v. infr. 111), τινι D.10.11, X.Ages.6.1, etc.: c. gen., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδόν averse from insolence, Pi.O.7.90: abs.,ἐ. γλῶσσα A.Ch. 309
(anap.); (anap.), etc.;ἀστέρες Vett.Val.143.5
.III as Subst., ἐχθρός, ὁ, enemy, where the act. and pass. senses freq. coincide, Hes.Op. 342, Pi.P.2.84, etc.;ἀνὴρ ἐ. Hdt.1.92
;ὁ Διὸς ἐ. A.Pr. 120
(anap.);ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Id.Ag. 1374
;εἴ.. τινα ἴδοι ἐχθρὸν ἑαυτοῦ Th.4.47
;οἱ ἐμοὶ ἐ. Id.6.89
, etc.—Acc. to Ammon.Diff.p.63 V., ἐχθρός is one who has been φίλος, but is alienated; πολέμιος one who is at war; δυσμενής one who has long been alienated and refuses to be reconciled.IV regul. [comp] Comp.ἐχθρότερος D.Prooem.40.3
, AP5.160 (Hedyl. or Asclep.); [comp] Sup. - ότατος Pi.N.1.65, S.OT 1346 (lyr.), D.19.300: but more freq. irreg. ἐχθίων, ἔχθιστος (qq.v.).
См. также в других словарях:
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… … Dictionary of Greek